- ξεσκαλώνω
- 1. απελευθερώνω κάτι που είναι σκαλωμένο ή μπλεγμένο, ξεμπλέκω2. γλυτώνω από κάτι στο οποίο είμαι μπλεγμένος3. απαλλάσσομαι από περιπλοκή, από εμπλοκή σε δύσκολη ή δυσάρεστη υπόθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* με στερ. σημ. + σκαλώνω].
Dictionary of Greek. 2013.